-
1 αρασσω
1) бить, ударять(θύρας Anacr., Eur. и θύραν Arph.; πύλαν Theocr.; βλέφαρα Soph.; ὁπλαῖς χθόνα Pind.)
ἀ. στέρνα Aesch. — бить себя в грудь;ἥ αὔλειος ἠράσσετο Luc. — раздался стук в ворота2) сбивать, сколачивать(σχεδίην γόμφοισιν Hom.; τριήρης σφύραις ἀρασσομένη Plut.)
3) разбивать4) наносить(ἕλκος ἀραχθέν Soph.)
-
2 αρατος
См. также в других словарях:
αράσσω — (AM ἀράσσω) ορμώ με δύναμη εναντίον κάποιου μσν. νεοελλ. 1. προσορμίζομαι, αράζω 2. προσορμίζω νεοελλ. 1. επιδιώκω 2. καταφεύγω αρχ. Ι. 1. χτυπώ δυνατά, κρούω 2. συγκρούω, συντρίβω 3. (με δοτ.) επιτίθεμαι εναντίον κάποιου, τον προσβάλλω II. (… … Dictionary of Greek